- μετακτίζω
- μετακτίζω (ΑM)μσν.1. ξαναχτίζω2. οικίζω ξανάαρχ.μεταφέρω αποικία, μετοικίζω («Πισιδῶν οἰκισάντων καὶ μετακτισάντων εἰς ἕτερον τόπον εὐερκέστατον», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετακτισάντων — μετακτίζω remove a settlement aor part act masc/neut gen pl μετακτίζω remove a settlement aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακτισθεῖσαν — μετακτίζω remove a settlement aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίζω — και χτίζω (AM κτίζω) 1. (για πόλη) ανεγείρω, ιδρύω, θεμελιώνω (α. «κτιζομένη πόλις», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῡντα κτίζουσι», Θουκ. δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek